- συνάχι
- (Ιατρ.). Φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, ιογενούς αιτιολογίας (ρινοϊοί), μεταδοτική. Η φλεγμονή, εξαιτίας του οιδήματος που προκαλεί στο ρινικό βλεννογόνο, αλλοιώνει βαθιά το ρυθμό της αναπνευστικής λειτουργίας, γιατί δεν επιτρέπει να περνάει αρκετός αέρας.
Το σ. εκδηλώνεται κλινικά με κακοδιαθεσία, μικρό πυρετό, υπεραιμία του ρινικού βλεννογόνου με υδαρή έκκριση και αίσθημα απόφραξης (μπούκωμα). Μέσα σε λίγες μέρες η έκκριση γίνεται πρώτα βλεννοπυώδης και κατόπιν πυώδης. Ολόκληρη η συμπτωματολογία υποχωρεί σε έξι - εφτά μέρες.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για το σ, περιοριζόμαστε στη χορήγηση αντιπυρετικών και σε ρινικές ενσταλλάξεις αντισηπτικών και αποσυμφορητικών διαλυμάτων.
* * *το, Ν1. κοινή ονομασία τού ρινικού κατάρρου2. φρ. «παίρνω συνάχι» — προσβάλλομαι από κατάρρου3. (σπάν.) κοινή ονομασία τής κυνάγχης4. παροιμ. φρ. «σαν πεθάνω απ' το συνάχι, φάσκελα να' χει η πανούκλα» — δηλώνει ότι πολλές φορές μπορεί να είναι εξίσου οδυνηρό ένα μικρής φαινομενικά σημασίας κακό ή ατύχημα, όταν οι συνέπειες που επακολουθούν είναι ολέθριες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συνάγχη* (ἡ) με αλλαγή γένους και σίγηση τού έρρινου -γ- (πρβλ. πενθερός: πεθερός, ρογχαλίζω: ρουχαλίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.